Πότε Γεννήθηκε ο Χριστός;

HMEROMHNIA 09-12-2009 -Πότε Γεννήθηκε ο Χριστός; Με τον κ. Dionysios Simopoulos, θα πρέπει να μίλησα. Τι λέτε κ. Σιμόπουλε; Τι γνωρίζουμε σήμερα, περισσότερα, από το 2009;
ONOMA BENH PAPADIMITRIOY
TITLOS Πότε γεννήθηκε ο Χριστός;
LEJEIS 1781
LEZANTA
KEIMENO
Όπως φαίνεται από τις νεότερες, ιστορικές και αστρονομικές έρευνες, όχι μόνον δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν το περίφημο άστρο της Βηθλεέμ, αλλά δεν γνωρίζουμε επίσης ούτε και αυτόν ακόμη τον ακριβή χρόνο της Γέννησης του Χριστού, αφού οι Ευαγγελιστές δεν μας αναφέρουν ακριβώς τον χρόνο της γέννησης γιατί το χρονολόγιο που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη ήταν διαφορετικό από το σημερινό.
Πρώτα απ' όλα πρέπει να γνωρίζετε ότι η σημερινή χρονολόγηση υπολογίστηκε να αρχίζει με τη γέννηση του Χριστού από τον Σκύθη μοναχό Διονύσιο τον Μικρό μόλις τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Η χρονολόγηση που επικρατούσε μέχρι τότε ήταν η "από κτίσεως Ρώμης" (α.κ.Ρ.), ή με βάση τις Ολυμπιάδες. Ο Διονύσιος όμως δεν είχε τα στοιχεία που βρέθηκαν αργότερα και έτσι προσδιόρισε, δυστυχώς εσφαλμένα, ότι η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε στις 25 Δεκεμβρίου του 754 α.κ.Ρ. και ονόμασε το έτος αυτό "Primo Anno Domini" (πρώτο έτος του Κυρίου). Που βρίσκεται λοιπόν το μπέρδεμα;

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας αναφέρει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε "εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως", γεγονός που σημαίνει ότι ο Ηρώδης ήταν ακόμη ζωντανός. Για τον βασιλιά αυτόν ο Ιουδαίος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, Φλάβιος Ιώσηπος, γράφει πολλά στα έργα του "Ιουδαϊκός Πόλεμος" και "Ιουδαϊκή Αρχαιολογία". Τον ονόμασε μάλιστα "μέγα", για να διακρίνεται μάλλον από τους διαδόχους του Ηρώδες, όπως τον εγγονό του Ηρώδη Αγρίππα τον 1ο, στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου σταυρώθηκε ο Χριστός.
Ο Ιώσηπος, λοιπόν μας αναφέρει ότι ο Ηρώδης πέθανε λίγο πριν από το Εβραϊκό Πάσχα και λίγο μετά από μιά έκλειψη της Σελήνης. Με την βοήθεια του Πλανηταρίου μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε ότι σεληνιακές εκλείψεις, που ήταν ορατές στην Παλαιστίνη την περασμένη εκείνη εποχή, έγιναν το 5, το 4, και το 1 π.Χ.. Από τις εκλείψεις αυτές οι δύο εκλείψεις του 5 π.Χ. θεωρούνται ότι συνέβησαν πάρα πολύ νωρίς, άν υπολογίσουμε τα έτη βασιλείας του Ηρώδη όπως αναφέρονται από τον Ιώσηπο. Ετσι οι περισσότεροι ιστορικοί ερευνητές θεωρούσαν μέχρι πρόσφατα ότι η έκλειψη που συνδέεται με τον θάνατο του Ηρώδη ήταν αυτή που συνέβη τις μεταμεσονύχτιες ώρες της 13ης Μαρτίου του 4 π.Χ.
Τα τελευταία όμως χρόνια νεότεροι ερευνητές θεωρούν ότι η έκλειψη αυτή δεν πρέπει να ήταν η σωστή έκλειψη, αφ' ενός μεν διότι η συγκεκριμένη έκλειψη ήταν μερική (37%) και δύσκολα παρατηρήσιμη στην Παλαιστίνη, αφ' ετέρου δε γιατί ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της σεληνιακής εκλείψεως, στις 13 Μαρτίου, και της αρχής του Εβραϊκού Πάσχα εκείνης της χρονιάς, στις 11 Απριλίου, ήταν πάρα πολύ μικρός για να "χωρέσουν" όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος ότι συνέβησαν. Η νεότερη αυτή άποψη υποστηρίζει ότι η σωστή έκλειψη που αναφέρει ο Ιώσηπος πρέπει να ήταν η ολική έκλειψη που έγινε τη νύχτα της 9ης Ιανουαρίου του 1 π. Χ. και διήρκεσε από τις 11:30 το βράδυ έως τις 3:00 το πρωί. Και επειδή το Εβραικό Πάσχα ακολούθησε μετά από 90 ημέρες, υπήρχε αρκετός χρόνος γιά να συμβούν όλα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος.
Στον προσδιορισμό όμως της γέννησης του Χριστού μπορεί επίσης να μας βοηθήσει και ο υπολογισμός του έτους της Σταύρωσης, γιατί στην περίπτωση αυτή μπορούμε εύκολα να συνδυάσουμε τις ιστορικές μας πληροφορίες με τις αστρονομικές μας γνώσεις και να σας δώσουμε τελικά μία ιδιαίτερα πειστική εκτίμηση. Γιατί η εποχή της Σταύρωσης συνδέεται άμεσα με την εαρινή ισημερία, τις φάσεις της Σελήνης και το Σεληνιακό ημερολόγιο που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Παλαιστίνη, θέματα δηλαδή καθαρώς αστρονομικά.
Οι ιστορικές μας πηγές είναι φυσικά οι ευαγγελιστές που μας πληροφορούν ότι η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, ο Μυστικός Δείπνος και η Σταύρωση έγιναν την εβδομάδα που γιορτάζονταν το Εβραϊκό Πάσχα. Η λέξη «Πάσχα» άλλωστε προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «πεσάχ» που σημαίνει «διέλευση» και είναι η «μνημόσυνος» εορτή των Εβραίων που αναφέρεται στη «διέλευση του Ιαβέ» πάνω από την Αίγυπτο προς πάταξη των πρωτότοκων παιδιών των Αιγυπτίων οι οποίοι κρατούσαν τους απόγονους του Ιωσήφ και των αδελφών του ως δούλους.
Σύμφωνα με το σεληνιακό τους ημερολόγιο οι Εβραίοι γιόρταζαν το Πάσχα τους στη διάρκεια του μηνός Νισάν, που στα εβραϊκά σημαίνει «καιρός που πρασινίζουν τα πάντα». Ο μήνας αυτός ήταν επίσης και ο πρώτος μήνας του εβραϊκού έτους και άρχιζε λίγο πριν από την εαρινή ισημερία την ημέρα της εμφάνισης της Νέας Σελήνης, αφού οι εβραϊκοί μήνες δεν καθορίζονταν με μόνιμο ημερολόγιο αλλά σύμφωνα με τις νουμηνίες, τις φάσεις δηλαδή της Σελήνης. Γι’ αυτό η εορτή του Πάσχα γιορτάζονταν από τους Εβραίους την 15η του μηνός Νισάν, την ημέρα δηλαδή της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Την παλιά λοιπόν εκείνη εποχή, πριν από 2.000 περίπου χρόνια, στην Ιερουσαλήμ το Μεγάλο Συνέδριο των Εβραίων, το Σανχεντρίν, συνεδρίαζε επίσημα το απόγευμα της 29ης κάθε μήνα στην ειδική αίθουσα του Μεγάλου Ναού του Σολομώντα. Εκείνο το βράδυ οι αρχιερείς έστελναν έναν ή περισσότερους νεαρούς ιερείς στον εξώστη του Μεγάλου Ναού για να παρατηρήσουν τον δυτικό ουρανό κατά τη στιγμή της δύσης του Ήλιου και να αναφέρουν εάν μπορούσαν να διακρίνουν την εμφάνιση του μικρού φωτισμένου δρέπανου της Νέας Σελήνης. Εάν παρατηρούσαν κάτι τέτοιο, οι νεαροί ιερείς το ανέφεραν αμέσως στο Μεγάλο Συνέδριο των αρχιερέων οι οποίοι εξέταζαν προσεκτικά τις λεπτομέρειες της παρατήρησής τους.
Η όλη τελετουργική αυτή εξέταση γινόταν ακόμη πιο επίσημη όταν επρόκειτο για την αρχή του μηνός Νισάν, αφού ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Και εάν οι αρχιερείς πείθονταν ότι οι μάρτυρες είχαν πράγματι δει τον φωτισμένο δρέπανο της Σελήνης, τότε ανακοίνωναν την αρχή του Νισάν και την αρχή του εβραϊκού έτους με τους ήχους της τελετουργικής σάλπιγγας που ήταν φτιαγμένη από κέρατο Κριού. Στις πλαγιές των λόφων που περιέβαλαν την Ιερουσαλήμ πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων περίμεναν με ανυπομονησία την αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος. Με το άκουσμα της σάλπιγγας, χαρούμενοι άναβαν μια συνθηματική φωτιά και κουνούσαν αναμμένους πυρσούς για να μεταδώσουν την αναγγελία της εισόδου του νέου έτους στις άλλες περιοχές, από λόφο σε λόφο και από βουνό σε βουνό μέχρι τη Βαβυλώνα.
Ποια λοιπόν μπορεί να είναι η ημερομηνία εκείνου του Πάσχα όταν σταυρώθηκε ο Χριστός; Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιό του μας αναφέρει ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής άρχισε «κηρύσσων βαπτισμό μετανοίας» το 15ο έτος της αυτοκρατορικής «ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος». Επειδή όμως ο Τιβέριος ανακηρύχτηκε αυτοκράτωρ στις 19 Αυγούστου του 767 α.κ.Ρ., το 15ο έτος της ηγεμονίας του άρχισε στις 19 Αυγούστου του 28 μ.Χ. και τελείωσε στις 18 Αυγούστου του 29 μ.Χ. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιωάννης άρχισε το κήρυγμά του την άνοιξη του 29 μ.Χ., σε ηλικία 30 ετών σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Επειδή ο Χριστός ήταν έξη μήνες μικρότερος από τον Ιωάννη, το δικό Του κήρυγμα πρέπει να άρχισε το Φθινόπωρο του 29 μ.Χ. και διήρκεσε 3,5 χρόνια, όπως μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Οπότε η σταύρωσή του πρέπει να έγινε την περίοδο του Εβραϊκού Πάσχα του 33 μ.Χ.. Μπορούμε όμως να επιβεβαιώσουμε την ημερομηνία αυτή της Σταύρωσης;
Οι Ευαγγελιστές μας πληροφορούν ότι την χρονιά της Σταύρωσης, το Εβραϊκό Πάσχα γιορτάστηκε ημέρα Σάββατο. Αυτό όμως σημαίνει ότι η πρώτη εαρινή πανσέληνος του έτους της Σταύρωσης πρέπει να συνέπιπτε Παρασκευή ή Σάββατο αφού οι Εβραίοι δεν γιόρταζαν ποτέ το Πάσχα τους την Παρασκευή διότι ήταν ημέρα προπαρασκευής. Το πρόβλημά μας λοιπόν είναι ένα απλό αστρονομικό πρόβλημα που μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Σε ποιες ημερομηνίες, και σε ποιες ημέρες της εβδομάδας συνέβη η πρώτη εαρινή πανσέληνος κατά τα έτη 26-35 μ.Χ. όταν ηγεμόνας της Ρώμης στην Παλαιστίνη ήταν ο Πόντιος Πιλάτος;»
Με απλούς μαθηματικούς τύπους λοιπόν, και με βάση τα αστρονομικά μας δεδομένα βρίσκουμε ότι από τις ημερομηνίες και ημέρες που γιορτάστηκε το Πάσχα των Εβραίων την περίοδο εκείνη μόνο τρεις πέφτουν καθ’ ημέρα Σάββατο: Το 26, το 30 και το 33 μ.Χ.. Επειδή όμως το 26 και το 30 είναι νωρίς, σύμφωνα με όσα αναλύσαμε πιο πάνω, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι η Σταύρωση του Χριστού πρέπει μάλλον να συνέβη την Παρασκευή 3 Απριλίου και η Ανάσταση τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής 5 Απριλίου του 33 μ.Χ.. Αν πραγματικά, λοιπόν, ο Χριστός άρχισε την διδασκαλία του το έτος 29 μ.Χ. σε ηλικία 30 ετών, και η Σταύρωση το έτος 33 μ.Χ., τότε η γέννησή Του πρέπει να τοποθετηθεί στο έτος 2 π.Χ., που συμφωνεί άλλωστε και με την έκλειψη της 9ης προς 10η Ιανουαρίου του 1 π.Χ..
Σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τις νεότερες έρευνες για το θέμα, το έτος 2 π.Χ. είναι επίσης και το έτος που έγινε η "απογραφή" η οποία διετάχθη από τον Αύγουστο Καίσαρα. Η απογραφή δηλαδή που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει μάλλον να ήταν ο "Ορκος Πίστεως" που διέταξε ο Αύγουστος Καίσαρας με την ευκαιρία του Αργυρού Ιωβηλαίου της βασιλείας του όταν του απενεμήθει ο τίτλος "Pater Patriae" στις 5 Φεβρουαρίου του 2 π.Χ. Η "απογραφή" αυτή αναφέρεται και από τον Ιώσηπο, και ήταν υποχρεωτική γιά όλους, Ρωμαίους υπήκοους και μη. Και σ' αυτή λοιπόν την περίπτωση, η γέννηση του Χριστού τοποθετείται ότι ίσως συνέβη το 2π.Χ.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα στοιχεία αυτά, έχουμε το εξής σενάριο γεγονότων. Το 3 π.Χ. εκδόθηκε το "δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην", ο θάνατος του Ηρώδη επέρχεται κάποια στιγμή στους πρώτους δύο μήνες του 1 π.Χ., και η γέννηση του Χριστού στα μέσα περίπου του 2 π.Χ. Το σωστό, λοιπόν χρονολόγιο που παίρνει σαν αφετηρία τον χρόνο της γέννησης του Ιησού Χριστού θα πρέπει να προσθέσει στο σημερινό μας έτος 2 επί πλέον χρόνια απ' όσα λέει.
Φυσικά το σημερινό Διονυσιακό χρονολόγιο εθεωρείτο ότι άρχιζε με τη γέννηση του Χριστού σύμφωνα με την πραγματεία που συνέγραψε ο Διονύσιος ο Μικρός το 533 μ.Χ. με τίτλο Cyclus Decem Novennalis. Αυτό το μικρό του σύγγραμμα τον αποθανάτισε, γιατί σημείωνε για πρώτη φορά τα έτη του πίνακα, με βάση τη χρονολόγηση από την γέννηση του Ιησού Χριστού. Το λάθος προέκυψε από το γεγονός ότι ο Διονύσιος βασίστηκε σε μία πληροφορία του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα, από τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 28ο έτος της αυτοκρατορίας του Καίσαρα Αυγούστου. Χωρίς λοιπόν καμιά άλλη απόδειξη, υπολόγισε ως έτος γέννησης του Χριστού το έτος 754 "από κτίσεως Ρώμης". Έτσι έδωσε στο έτος αυτό "από κτίσεως Ρώμης" την ονομασία "Primo Anno Domini", δηλαδή "Πρώτο έτος του Κυρίου", ή 1 μ.Χ.
Κανονικά όμως το έτος αυτό θάπρεπε να ονομαστεί έτος μηδέν, γιατί όπως έχουν τα πράγματα σήμερα έχουμε το έτος 1 π.Χ. και το έτος 1 μ.Χ. αλλά όχι και έτος μηδέν. Λείπει δηλαδή ένας χρόνος. Δεν είναι όμως δυνατό να κατηγορήσουμε τον Διονύσιο για την παράλειψη αυτή, γιατί την εποχή που έζησε αυτός η έννοια του μηδενός δεν είχε ακόμη εισαχθεί στην Ευρώπη. Η έννοια αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από Ινδούς μαθηματικούς, και εισήχθη στην Ευρώπη από τους Άραβες με τους Αραβικούς αριθμούς τον 12ον μ.Χ. αιώνα. Εκτός αυτού ο Διονύσιος μη έχοντας τα στοιχεία που βρέθηκαν αργότερα, έσφαλε όπως είδαμε κατά 3 έως 6 χρόνια. Μια λοιπόν και το ημερολόγιό μας παρέμεινε χρονολογούμενο όπως το είχε καθορίσει ο Διονύσιος, το σφάλμα του αυτό διαιωνίζεται πια για πάντα στην ιστορία.

Σχόλια